μακρολίδιο

μακρολίδιο
το
συν. στον πληθ. τα μακρολίδια
(φαρμ.) οικογένεια αντιβιοτικών τα οποία λαμβάνονται από καλλιέργεια διαφόρων στρεπτομυκήτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”